- σκήνος
- το / σκῆνος, -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Αλείψανο, σορός τού ανθρώπου, σκήνωμααρχ.1. κατοικία2. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής («ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῡ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ)3. πτώμα ζώου, ιδίως μοσχαριού ή ταύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού σκηνή, κατά το γένος τού συνώνυμου σῶμα και κατά τη μορφή τών ουδ. σε -ος (πρβλ. κτῆνος)].
Dictionary of Greek. 2013.